-
1 βιοτά
1 lifeπρέσβυς ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ P. 4.282
φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες N. 7.54
τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. -
2 ἐγκύρω
1 happen upon, attain c. dat.ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
πρέσβυς ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ P. 4.282
-
3 ἑκατονταετής
1 of a hundred yearsἑκατονταετεῖ βιοτᾷ P. 4.282
-
4 ἐγκύρω
ἐγκύρω [pron. full] [ῡ], [tense] impf. ἐνέκῡρον: [tense] fut. ἐγκύρσω: [tense] aor. ἐνέκυρσα:—[voice] Pass., ἐγκύρομαι: [full] ἐγκῠρέω, [tense] aor. 1 ἐνεκύρησα, lessfreq. in early writers, Heraclit. 72, freq. in Phld. as Sign.21, al., cf. Plb. and D.H. (v. infr.), Ael. Tact.1.2:—A fall in with, light upon, meet with, c.dat.,ἐνέκυρσε φάλαγξι Il.13.145
;ἐγκύρσας ἀάτῃσιν Hes.Op. 216
;ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Archil.70
; ἐγκύρσαις ([dialect] Aeol. [tense] aor. 1 part.)ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Pi.P.4.282
, cf. 1.100;δύᾳ B.Fr.21
;τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι S.El. 863
(lyr.);στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Hdt.4.125
;ἐνεκύρησαν στρατῷ Id.7.218
, cf. Plb.8.35.5, etc.;δυσχωρίαις ἐγκυρήσαντες D.H.3.59
;τυράννοις Phld.Ir.p.30
W.: in Hdt.7.208, c. gen., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς (here Valck. proposed ἐκύρησε, which has been received by edd.): c. acc.,Ἅιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Epigr.Gr.241
([place name] Smyrna). —Not in [dialect] Att. Prose, once in Com.,ἐγκυρῆσαι Cratin.35
.
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий